-
1 χειρο-πόδης
χειρο-πόδης, ὁ, poet. = χειρόπους, Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. χειράς).
1 χειρο-πόδης
χειρο-πόδης, ὁ, poet. = χειρόπους, Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. χειράς).